- υπερσάρκωμα
- το / ὑπερσάρκωμα, -ώματος, ΝΜΑ [ὑπερσαρκῶ (II)]υπέρμετρη σαρκώδης ουλή που σχηματίζεται πάνω σε επουλωμένο τραύμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερσάρκωμα — overgrown flesh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερσαρκωμάτων — ὑπερσάρκωμα overgrown flesh neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερσαρκώμασιν — ὑπερσάρκωμα overgrown flesh neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερσαρκώματα — ὑπερσάρκωμα overgrown flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκσάρκωμα — το (Α ἐκσάρκωμα) 1. ιατρ. παθολογική σαρκώδης έκφυση τού δέρματος, εξάνθημα, απόστημα, υπερσάρκωμα 2. (για φυτά) εκβλάστωμα … Dictionary of Greek
υπερσάρκημα — ήματος, τὸ, Μ [ὑπερσαρκῶ (Ι)] το υπερσάρκωμα … Dictionary of Greek
υπερσαρκώ — (I) έω, Α [ὑπέρσαρκος] 1. (για επουλωμένο τραύμα) εκφύω περιττή σάρκα («ὑπερσαρκεῑ τὸ ἕλκος», Ιπποκρ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) παίρνω πολλά περιττά κιλά, γίνομαι παχύσαρκος («ὑπὸ τρυφῆς... ἔλαθεν ὑπερσαρκήσας», Αιλ.). (II) όω, Α [ὑπέρσαρκος] (για… … Dictionary of Greek